Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Ο Κεμάλ του Γκάτσου και του Χατζηδάκι, πάντα τόσο επίκαιρα αδικημένος..



{Ακούστε τώρα την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκηπα της Ανατολής,
απόγονου του Σεβάχ του Θαλασσινού
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων}

Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά κι έναν καιρό
 ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό.
Στη Μοσούλη, τη Βασόρα, στη παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά

Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κάτα εκεί.
Τον κοιτάν' οι βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει πως θ' αλλάξουν οι καιροί.

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά,
ξεκινάν' με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά.
Απ' τον Τίγρη στον Ευφράτη και απ' τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.

Πέφτουν πάνω του τα στίφη σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στον χαλίφη να του βάλει τη θηλιά.
Μαύρο μέλι, μάυρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στη κρεμάλα τη στερνή του τη πνοή.

Με δυο γέρικες καμήλες, μ'ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
Πάνε τώρα χέρι-χέρι κι είναι γύρω συννεφιά,
μα της Δάμασκου τ' αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.

Σ' έναν μήνα, σ' έναν χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που απ' τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
"Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί".

Καληνύχτα, Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος δεν θ' αλλάξει ποτέ, καληνύχτα.


Σύμφωνα με αφήγηση του Μάνου Χατζιδάκι η ιστορία του τραγουδιού έχει ως εξής: "Στη Νέα Υόρκη το χειμώνα του ΄68, συνάντησα ένα νέο παιδί είκοσι χρονών που το λέγανε Κεμάλ. Μου τον γνωρίσανε. Τί μεγάλο και φορτισμένο από μνήμες όνομα για ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι, σκέφθηκα. Είχε φύγει απ΄ τον τόπο του με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα, φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μέσ΄ στην Αμερική. Του το είπα. Χαμογέλασε.
-Δέχεστε να σας ξεναγήσω;
Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος.
Κι έτσι σαν γύρισα στο σπίτι μου τον έκανα τραγούδι, μουσική.
Ο Γκάτσος εκ των υστέρων, γράφοντας τους στίχους στα ελληνικά, τον έκανε Άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους αδυνάτους. Κάτι σαν μια ταινία του ΄Ερολ Φλυν του ΄35.
Η Πελοπόννησος (καταγωγή του Γκάτσου), από τη φύση της αδυνατεί να κατανοήσει την αμαρτωλή ιδιότητα των μουσουλμάνων Τούρκων, που μοιάζουν σαν ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω απ΄ τον Έβρο, ή σαν χαμένα και περήφανα σκυλιά.
Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο στα ελληνικά είναι εκείνο το «Καληνύχτα Κεμάλ». Είτε πρίγκιπας Άραψ είτε μωαμεθανός νεαρός της Νέας Υόρκης, του οφείλουμε μια «καληνύχτα» τέλος πάντων, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχα τη νύχτα. Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους πόθους κι επιθυμίες. Κατά πως πρέπει σ΄ Έλληνες, απέναντι σ΄ ένα νεαρό μωαμεθανό- όπως θα έλεγεν κι ο φίλος μας ο ποιητής ο Καβάφης."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου